διαφημίσῃ

διαφημίσῃ
διαφημίζω
make known
aor subj mid 2nd sg
διαφημίζω
make known
aor subj act 3rd sg
διαφημίζω
make known
fut ind mid 2nd sg
διαφημίζω
make known
aor subj mid 2nd sg
διαφημίζω
make known
aor subj act 3rd sg
διαφημίζω
make known
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… …   Dictionary of Greek

  • διαφήμιση — η η δημόσια προβολή των αρετών και των ιδιοτήτων ενός προσώπου ή πράγματος με σκοπό την εμπορική προώθησή του: Η διαφήμιση είναι από τα ισχυρότερα εμπορικά όπλα στο σημερινό κόσμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… …   Dictionary of Greek

  • επικοινωνία, μαζική — Όρος που προέρχεται από την αμερικανική έκφραση mass communication και υποδηλώνει τη χρήση των μέσων αναμετάδοσης και διάδοσης που διαθέτει η σύγχρονη τεχνολογία για την παροχή ειδήσεων και πληροφοριών κάθε είδους σε διαρκώς ευρύτερο κοινό.… …   Dictionary of Greek

  • γραφιστική — Ο όρος αποτελεί απόδοση στα ελληνικά του αγγλικού όρουγκράφικ ντιζάιν (graphic design) που επινόησε στη δεκαετία του 1920 ο Γουίλιαμ Άντισον Ντουίγκινς (William Addison Dwiggins) –χρησιμοποιώντας δύο αγγλικές λέξεις με προέλευση η μία από τα… …   Dictionary of Greek

  • διαφημιστής — ο (θηλ. ίστρια) 1. αυτός που κάνει διαφήμιση 2. αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη διαφήμιση …   Dictionary of Greek

  • διαφημιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διαφήμιση, ο κατάλληλος για διαφήμιση («διαφημιστική καμπάνια ή προβολή») …   Dictionary of Greek

  • μανεκέν — το 1. άνδρας ή γυναίκα που ασχολείται επαγγελματικά με την επίδειξη ή διαφήμιση ενδυμάτων, αλλ. μοντέλο 2. μεγάλο ομοίωμα άνδρα ή γυναίκας που χρησιμοποιείται από μοδίστρες, ράφτες ή εμπορικά καταστήματα για την επίδειξη ή διαφήμιση ενδυμάτων,… …   Dictionary of Greek

  • Μπρουκς, Γκαρθ — (Garth Brooks, Τάλσα, Οκλαχόμα 1962 ). Αμερικανός τραγουδιστής, κιθαρίστας, συνθέτης μουσικής κάντρι. Σπούδασε διαφήμιση, προκειμένου να κατορθώσει να συνδυάσει την παραδοσιακή μουσική με τηλεοπτικά σποτ και την διαφήμιση. Μετά την αποφοίτησή του …   Dictionary of Greek

  • αγγελία — Η μετάδοση μιας είδησης ή πληροφορίας. Ειδοποίηση με την οποία γίνεται γνωστό στο ευρύ κοινό κάποιο πράγμα ή γεγονός, όπως π.χ. ότι κάποιος θέλει να προσλάβει υπάλληλο ή να πουλήσει ένα οικόπεδο ή να βρει δουλειά είτε ότι διαθέτει κάποιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”